ξύσῃ

ξύσῃ
ξύ̱σῃ , ξύω
scratch
aor subj mid 2nd sg
ξύ̱σῃ , ξύω
scratch
aor subj act 3rd sg
ξύ̱σηι , ξῦσις
ulceration
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξύση — η (ΑΜ ξῡσις και εσφ. γρφ. ξύσις) [ξύω] ξύσιμο, απόξεση νεοελλ. παροιμ. «το φαΐ κι η ξύση όσο ν αρχινίσει» στο φαγητό και στο ξύσιμο αρκεί να γίνει η αρχή, γιατί κατόπιν δύσκολα σταματούν αρχ. 1. εξέλκωση 2. στίλβωση, πλάνισμα ξύλου 3. εκδορά,… …   Dictionary of Greek

  • ξύση — η το ξύσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυστικός — ή, ό (ΑΜ ξυστικός, ή, όν) [ξυστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά η αμοιβή τού εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το… …   Dictionary of Greek

  • ξύσιμο — το [ξύνω] 1. το τρίψιμο ή η ξύση ερεθισμένου μέρους τού δέρματος 2. ξέοη, απόξεση 3. μετατροπή μιας επιφάνειας σε λεία και ομαλή, λείανση, εξομάλυνση μιας επιφάνειας 4. χάραγμα μιας επιφάνειας με τα νύχια ή με αιχμηρό αντικείμενο 5. ξυσιά,… …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγόξυση — ή σαλπιγγοξυσία, η, Ν ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία επιτυγχάνεται ο καθαρισμός τής σάλπιγγας ή τών σαλπίγγων τής μήτρας από συμφύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγγα + ξύση (< ξύνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”